πλεούσα

πλεούσα
η мор. подводная часть судна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πλεούσα" в других словарях:

  • πλεούσα — η, Ν ναυτ. τα ύφαλα μέρη τού πλοίου, η γάστρα, τα βρεχάμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέω + ούσα* (πρβλ. βρομ ούσα, ελε ούσα)] …   Dictionary of Greek

  • πλέουσα — πλέω sail pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεούσας — πλεούσᾱς , πλέω sail pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πλεούσᾱς , πλέω sail pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλβινιίδες — (Salvimaceae). Οικογένεια πτε ριδόφυτων της τάξης των υδροπτεριδωδών με μοναδικό γένος τη σαλβινία. Η σαλβινία αριθμεί 11 είδη, όλα υδρόβια, ιθαγενή των εύκρατων χωρών. Οι σ. δεν έχουν ρίζες αλλά μόνο σπόνδυλους, με τρία φύλλα ο καθένας, που… …   Dictionary of Greek

  • γάστρα — η (AM γάστρα, Α και γάστρη, η) 1. η γλάστρα 2. τα μέρη τού σκάφους που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή, η πλεούσα* νεοελλ. πήλινο ή σιδερένιο ημισφαιρικό σκεύος με το οποίο σκεπάζουν φαγητό για να ψηθεί πάνω στη θράκα αρχ. το εξογκωμένο… …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»